Ἰωάννης ὁ Κουκκουζέλης

Ὁ βίος καὶ τὸ ἔργο του

Ὁ ὀνομαστώτατος αὐτὸς μελοποιὸς τῶν βυζαντινῶν χρόνων, ἡ δευτέρα πηγὴ τῆς Μουσικῆς μετὰ τὸν Δαμασκηνό, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται καὶ «Μαΐστωρ τῆς μουσικῆς», ἀποτελεῖ ἰδίαν ἐποχὴ εἰς τὴν ἱστορία τῆς ἱερᾶς τέχνης, ὄχι μόνο διότι κατεκόσμησε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ψαλμωδία μελισταλάκτοις ἄσμασι, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰς τροποποιήσεις καὶ μεταβολὰς ἢ προσθαφαιρέσεις ἃς ἐπεχείρησε εἰς τὰ σημεῖα τῆς καθιερωθείσης συμβολικῆς γραφῆς τῶν μελωδιῶν τοῦ φωστῆρα της Δαμασκοῦ Ἰωάννη, τὰς ὁποῖες καὶ ἐρμήνευσε μὲ βραχεία ἑρμηνεία, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ ὅτι ἕνα μουσικὸ σημεῖο, ὡς π.χ. τὸ οὐράνισμα, συνίσταται, παρ’ αὐτῷ ἀπὸ 20 ἁπλὰ σημεῖα. Ἡ χρήσις τῆς παρασημαντικῆς τοῦ Κουκκουζέλη γίνονταν μέχρι τῶν μέσων του ΙΗ´ αἰῶνα, ὁπότε ὁ Πρωτοψάλτης της Μ. Ἐκκλησίας Ἰωάννης ὁ Τραπεζούντιος (1756), κελεύσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου τοῦ ἀπὸ Νικομηδείας, χάριν εὐχερέστερης μεταδόσεως τῆς ψαλμωδίας ἄλλαξε τὸ σύστημα τῶν χαρακτήρων, εἰσάγοντας ἀπλουστέρα μέθοδο παρασημαντικῆς.

Ὁ Ἰωάννης ἐγεννήθη κατὰ τὸν ΙΒ´ αἰῶνα εἰς τὸ Δυρράχιο τῆς Ἰλλυρίας· ὠνομάσθη δὲ Κουκκουζέλης, διότι ὅταν τὸν ῥωτούσαν οἱ μαθηταὶ του εἰς τὴν αὐτοκρατορικῆ σχολῆ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τί τρώγει, ἀπαντοῦσε «κουκκία καὶ ζέλια» (μπιζέλια), γιατί ἦταν φτωχός.

Ὁ Ἰωάννης εἶχε κλίση ἀπὸ παιδὶ πρὸς τὰ γράμματα ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν ἱερὰ μουσική, διαπρέποντας δὲ καὶ γιὰ τὸ ἡδυμελίφθογγο τῆς φωνῆς του, προσελήφθη εἰς τὴν βασιλικὴ Μουσικὴ Σχολή, ὅπου καὶ ἀνεδείχθη κράτιστος μύστης τῆς θείας τέχνης. Ἐφελκύσας τὴν ἀγάπη τῶν μεγιστάνων τῆς ἐποχῆς καὶ τὴν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορος, διορίζεται, ἀρχιμουσικὸς τῶν αὐτοκρατορικῶν ψαλτῶν. Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης, παρότι ἀπολάμβανε ἐν τῷ παλατίῳ ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ γνωρίζοντας τὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορος ὅπως εἰσαγάγῃ αὐτὸν εἰς συγγενικὴ συνάφεια μὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς μεγιστάνας, προνοῶν ὅμως μᾶλλον περὶ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, ἀποφασίζει νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ παλάτιον. Ἐπὶ τούτῳ ἀπατᾷ τὸν αὐτοκράτορα καὶ μεταβαίνει εἰς τὸν τόπο ὅπου ἐγεννήθη διὰ νὰ λάβει δῆθεν τὴν μητρικὴ συγκατάθεση διὰ τὸν γάμο. Ἐκεῖ ἐμέλισε τὴν θρηνωδία (μοιρολόγι) ποὺ λέγεται «Βουλγάρα», τὴν ὁποία ἄκουσε κρυφὰ ἱστάμενος ἐντὸς τῆς οἰκίας παρὰ τῆς θρηνωδούσης μητρὸς αὐτοῦ, πρὸς τὴν ὁποία φίλοι τοῦ Ἰωάννου ψευδῶς καὶ σκοπίμως ἀνήγγειλαν τὸν θάνατον τοῦ γιοῦ της.

Ἐπανερχόμενος ὁ Ἰωάννης εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ πληροφορηθεῖς παρὰ τοῦ ἕνεκα ὑποθέσεων ἐν τῷ Βυζαντίῳ εὑρισκομένου ἡγουμένου της ἐν Ἀγίῳ Ὄρει μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας τὰ περὶ τοῦ βίου τῶν ἐν Ἄθῳ ἐρημιτῶν, ἀπεφάσισε νὰ δραπετεύσῃ καὶ νὰ μεταβῇ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, φέροντας μαζί του τὴν ράβδο καὶ τὸν χιτώνα του. Ἐκεῖ εἰς τὴν μονὴ τῆς Λαύρας ἐρωτηθεὶς ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τὸν θυρωρὸ ποιὸς ἦταν, καὶ τί θέλει, ἀπεκρίθη ὅτι εἶναι ἄνθρωπος χωρικός, ποιμὴν προβάτων καὶ ὅτι ἐπιθυμεῖ τὸ μοναχικὸ σχήμα. Εἰς τὴν παρατήρησιν δὲ τοῦ θυρωροῦ γιὰ τὸ νεαρὸν τῆς ἡλικίας του, ὁ Ἰωάννης ταπεινὰ ἀπήντησέ το τοῦ Ἱερεμίου «Ἀγαθὸν ἀνδρί, ὅταν ἄρη ζυγὸν ἐν τῇ νεότητι αὐτοῦ».

Εἰς τὴν Μονὴ τῆς Λαύρας κείρεται μοναχὸς καὶ διορίζεται, ποιμὴν τῶν τράγων τῆς μονῆς. Ἀνεγνωρίσθη δὲ ἀπὸ τὸν ἡγούμενο, ἀπὸ τὸ ἐξῆς γεγονός· Κάποια μέρα ὁ Ἰωάννης καθήμενος καὶ φυλάττων τὸ ποίμνιο τοῦ ἄρχισε νὰ ψάλλει. Κάποιος ἐρημίτης ἄκουσε τὴν γλυκυτάτη τοῦ φωνὴ καὶ μὲ ἔκπληξη παρατήρησε ὅτι καὶ αὐτοὶ oἲ τράγοι ἠτένιζον πρὸς τὸν ποιμένα τους ὡς ἐκ τoυ μέλους τῆς ψαλμωδίας του. Ἀναγγέλλει τότε αὐτὰ στὸν ἡγούμενο τῆς Λαύρας, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν προσκαλεῖ, καὶ ἀφοῦ ἀναγνωρίζει τὸν Ἰωάννη, τὸν ἐπιτιμᾷ ὡς μὴ δηλώσας ἐγκαίρως ὅτι ἦταν ὁ πεφιλημένος ἡδύφωνος μουσικὸς τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ ἡγούμενος ἀναγγέλλει τὰ γενόμενα στὸν αὐτοκράτορα, συγκατατεθέντα ὅμως νὰ μὴν ἐνοχλήσῃ τὸν ἀγαπητὸν μουσικόν του ποὺ εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ τὸ παλάτιον.

Ἐκτοτε ὁ Ἰωάννης ἔζη ἐν κελίῳ τῆς Λαύρας, τὰς δὲ Κυριακὰς καὶ ἑορτὰς ἔψαλε εἰς τὸν ναὸ ἐν κατανύξει μετὰ τῶν ἄλλων ἱεροψαλτῶν. Οἱ κόποι δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ πρὸς τὴν μελωδία ζῆλος ἀντεμείφθησαν δι’ oὐρανίου ἐπισκέψεως. Κατὰ τὴν παράδοσιν, εἰς παννυχίδα τινά, τῷ Σαββάτῳ τῆς Ε΄ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν, ὅταν ψάλλεται ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, μετὰ τὸ τέλος τοῦ κανόνος ὁ Ἰωάννης κουρασμένος ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία ἀπεκοιμήθη εἰς τὸ στασίδι, καὶ ἀφυπνισθεῖς εὑρίσκει εἰς τὴν χεῖρα του τὸ δῶρον τῆς Θεοτόκου, χρυσὸ νόμισμα, τοῦ ὁποίου τὸ μισὸ βρίσκεται σήμερα παρὰ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὸ ναὸ τῆς Λαύρας, τὸ ἄλλο δὲ μισὸ ἐζητήθη, ἕνεκα εὐλαβείας, καὶ ἐστάλη εἰς τὴν Ῥωσσία. Ἔκτοτε ὁ Ἰωάννης ὑπεραύξησε τὸν ζῆλο του πρὸς τὴν ψαλμωδία καὶ ἔψαλε στὸν ναὸ καθημερινῶς.

Ὁ Ἰωάννης ἐθαυμάζετο διὰ τὴν τέχνη καὶ γλυκύτητα τῆς φωνῆς του καὶ διὰ τὴν ὡραία του μορφή. Κατετάχθηκε μεταξὺ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, γεραιρόμενος τὴν 1 Ὀκτωβρίου.

Ὁ Κουκκουζέλης συνέγραψε θεωρητικὸ ἔργον περὶ Μουσικῆς τέχνης, καὶ βιβλίο μὲ μουσικὰ σημεῖα ποὺ περιέχει ἐκκλησιαστικὰ ἄσματα. Ἐποίησε τὸ λεγόμενο Μέγα Ἴσον τῆς Παπαδικῆς. Προσέτι τὸν κυκλικὸ Μέγιστο Τροχὸ τῆς μουσικῆς, ὁ ὁποῖος ἔχει περὶ αὐτὸν ἄλλους τέσσερις μικρότερους Τροχούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ μὲν δύο, ἄνωθεν δεξιὰ καὶ ἀριστερά, oἲ δὲ δύο κάτωθεν ὁμοίως. Ἕκαστος δὲ αὐτῶν διὰ μαρτυριῶν παριστάνει τὴν πλαγίαν πτώσιν ἑνὸς ἑκάστου πλαγίου ἤχου πρὸς τὸν ἑαυτοῦ κύριο ἦχο, καὶ ἔνθα, παραβάλλει ὁ ποιητὴς τοὺς καθ’ ἡμᾶς ὀκτῶ ἤχους μετὰ τῶν ὀκτῶ ἤχων τῶν ἀρχαίων. Ἀνωθεν δὲ καὶ κάτωθεν τῶν μικροτέρων τροχῶν φέρει ὀλογράφως τὰ ὀνόματα τῶν κυρίων καὶ πλαγίων ἤχων, ὡς· Δώριος, Λύδιος, Φρύγιος, Μιξολύδιος, Ὑποδώριος, Ὑπολύδιος, Ὑποφρύγιος, Ὑπομιξολύδιος. Μουσούργησε προσέτι κατὰ τοὺς ὀκτῶ ἤχους Χερουβικᾶ σύντομα καὶ μακρὰ ἔντεχνα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σώζεται ἕνα εἰς ἦχον πλ.β΄ (παλατιανό), ἕνα Κοινωνικὸ «Αἰνεῖτε» εἰς ἦχον πλ.α΄, καὶ ἕνα «Γεύσασθε» εἰς ἦχον πλ. α΄, τὰ μεγάλα καὶ ἔντεχνα Ἀνοιξαντάρια, τὸ ἀργὸ «Μακάριος ἀνήρ», τὸ εἰς τὴν ἀρτοκλασία «Χαῖρε κεχαριτωμένη» κατ’ ἀναγραμματισμὸ εἰς ἦχον Α΄ τετράφωνο· Ἀλληλουάρια εἰς α´ καὶ πλ.α´ ἦχον, τὸ «Ἄνωθεν oἲ Προφῆται», τὴν φήμην «Τὸν δεσπότην καὶ ἀρχιερέα», πολυελέους, δοχάς, καλοφωνικοὺς εἰρμούς, πασαπνοάρια καὶ ἄλλα πολλά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἄλλα ἔχουν ἐκδοθεῖ καὶ ἄλλα εἶναι ἀνέκδοτα.

[Γεώργιος Παπαδόπουλος - Ἐκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη]

 

ΑΡΧΙΚΗ ] ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ] ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ]