Ἡ Γ´ στάση τῶν χαιρετισμῶν τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου στὴν
Παναγία τῶν Βλαχερνῶν.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος,
ὅπως εἶναι
γνωστός,
εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ
σημαντικότερα φιλολογικὰ μνημεῖα τῆς Βυζαντινῆς Ὑμνογραφίας καὶ
Μουσικῆς.
Εἶναι ἕνας
«ὕμνος»,
δηλαδὴ ἕνα
σύνθεμα,
μὲ προοίμιο καὶ
2 οἴκους μὲ
διπλὸ ἐφύμνιο,
ποὺ
ἀκροστοιχίζουν ἀλφαβητικά,
Α-Ω,
καὶ ποὺ εἶναι
κοινὰ γνωστὸ ὡς
«Κοντάκιο».
Ψάλλεται
ὁλόκληρος στὸν ὄρθρο τοῦ Σαββάτου τῆς Ε´ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν,
καὶ τμηματικά,
ἀνὰ
6 οἴκοι στὸ
μικρὸ Ἀπόδειπνο,
κατὰ τὶς πρῶτες
4 Παρασκευὲς τῶν
Νηστειῶν.
Στὴν
Κωνσταντινούπολη ὑπάρχει συνήθεια τὴν Γ´ στάση τοῦ Ὕμνου,
δηλαδὴ τὴν Γ´
Παρασκευὴ τῶν Νηστειῶν,
νὰ πηγαίνῃ ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης μὲ τοὺς πατριαρχικοὺς χοροὺς στὴν Παναγία
τῶν Βλαχερνῶν καὶ νὰ ἀπαγγέλλῃ τοὺς οἴκους τοῦ Ἀκαθίστου.
Ἡ παράδοση αὐτή,
ποὺ εἶναι μία
ἀπότιση τιμῆς στὴ μνήμη τῶν γεγονότων τῆς σωτηρίας τῆς Πόλης μὲ τὴ
θαυματουργικὴ βοήθεια τῆς ὑπερμάχου στρατηγοῦ Θεοτόκου καὶ τῆς
πρώτης ψαλμώδησης τοῦ Ὕμνου
«ὀρθοστάδην»,
προσδίδει μία
λαμπρότητα στὴν ἀκολουθία,
στὴν ὁποία
συρρέουν πολλοὶ χριστιανοὶ ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Πόλης νὰ τὴν
παρακολουθήσουν.
Ἄς πάρουμε ὅμως
τὰ πράγματα μὲ τὴ σειρά τους.
Η
ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ
Κοντὰ στὰ τείχη στὸ ἄκρο
τοῦ Κερατίου κόλπου κὶ ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Πόλης ἡ αὐτοκράτειρα
Πουλχερία ἔκτισε ἕνα περιώνυμο ναὸ πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου μεταξὺ τῶν
ἐτῶν
450-453. Ὁ
αὐτοκράτορας Λέων Α´
(457- 474), ποὺ
ἀποπεράτωσε τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ,
ἔκτισε καὶ τὸ
παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σοροῦ,
στὸ ὁποῖο
φυλασσόταν ἡ ἁγία Ἐσθῆτα,
ὁ πέπλος κὶ ἕνα
μέρος τῆς τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου.
Μὲ προσθῆκες καὶ
προσκτίσματα ἀπὸ τοὺς αὐτοκράτορες Ἰουστίνο Β´
(571) καὶ Ῥωμανὸ
Γ´ Ἀργυρὸ
(1028-1034) ὁ
ναὸς καταστράφηκε τὸ
1070 ἀπὸ
πυρκαγιά.
Ξαναχτίστηκε
τοὺς χρόνους τοῦ Ῥωμανοῦ Δ´ Διογένους
(1067 - 1071)
καὶ τοῦ Μιχαὴλ Ζ´ Δούκα
(1071 - 1078),
ἀλλὰ στὶς
29 Φεβρουαρίου
1434
καταστράφηκε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ πυρκαγιά ποὺ προκάλεσαν πριγκιπόπουλα
καὶ ἀρχοντόπουλα μὲ ἀναμμένο δαδὶ στὴν ξύλινη στέγη ὅπου κυνηγούσαν
περιστέρια.
Στὴν ἴδια
περιοχὴ κοντὰ στὸ ναὸ χτίστηκαν μεγαλόπρεπα βασιλικὰ παλάτια καὶ
πολλὲς φορὲς οἱ παλατιανοὶ ἔμεναν ἐκεῖ καὶ γιόρταζαν μέ λαμπρότητα
διάφορες γιορτές.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ
καὶ γιὰ τὶς πολλὲς παννυχίδες ποὺ γίνονταν στὶς Βλαχέρνες
διαμορφώθηκε ἕνα ξεχωριστὸ Τυπικὸ τελετουργικῶν διατάξεων.
Πολλοὶ
αὐτοκράτορες ἐξεδήλωσαν τὴν εὐλάβειά τους στὴν Παναγία τὴν
Βλαχερνιώτισσα,
ὅπου μάλιστα
στέφθηκαν αὐτοκράτορες καὶ πρίγκιπες.
Τὸ
1285 ἔγινε
τοπικὴ Σύνοδός ποὺ κατάγγειλε τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ ἔγινε στὴ
Σύνοδο τῆς Λύωνος
(1274).
Μὲ
τὶς Βλαχέρνες εἶναι συνδεδεμένη ἡ θαυματουργικὴ σωτηρία τῆς
Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τὴν πολιορκία τῶν Ἀβαρῶν καὶ Περσῶν τὸ
καλοκαίρι τοῦ 626, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν πολιορκία τῶν Ἀράβων –
Σαρακηνῶν, ἕναν αἰῶνα ἀργότερα, τὸ καλοκαίρι, πάλι, τοῦ 718. Μὲ τὶς
δύο αὐτὲς πολιορκίες συνδέθηκε καὶ ἡ ψαλμώδηση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, ἀφοῦ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς
Βλαχερνίτισσας συντελέστηκε τὸ θαῦμα. Ὁ τύπος τῆς Παναγίας τῆς
Βλαχερνίτισσας παριστάνει τὴν Θεοτόκο ὄρθια μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια σὲ
δέηση καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ζωγραφισμένη σὲ ἐγκόλπιο στὰ
στήθια της, ὅπως βρισκόταν στὸ νότιο τεῖχος τοῦ ναοῦ.
Τὴν ἄγρυπνη προστασία
τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν ἀπηχεῖ κὶ ἕνα τροπάριο, γραμμένο σὲ
15σύλλαβο στίχο καὶ ἀφιερωμένο στὴ Βλαχέρνα μὲ ἀκροστιχίδα, ἀπὸ τὸν
μελουργὸ Μανουὴλ Ἀργυρόπουλο στὶς ἀρχὲς τοῦ ιε´ αἰῶνα, σὲ
ἀπειλούμενες δεῖνες περιστάσεις, ποὺ τὸ μεταφέρω κὶ ἐδῶ.
-
Β Βασίλισσα τῶν
οὐρανῶν, παντάνασσα παρθένε,
-
Λ Λαὸν πιστὸν καὶ
κλῆρόν σου καὶ πόλιν μὴ παρίδῃς,
-
Α ἀργύπνοις
ὄμμασιν ἡμᾶς ἀεὶ περιφρουροῦσα,
-
Χ χειρῶν ἀθέων
λυτρῶσαι, πικρὰς αἰχμαλωσίας.
-
Ε Ἐκτεῖνον
χεῖρας, ἀγαθή, πρὸς τὸν ἔκ σου τεχθέντα.
-
Ρ Ῥῆξον
χειρόγραφον δείνων πολλῶν ἁμαρτημάτων,
-
Ν Νεῦσον ἐξ ὕψους
εὐμενῶς ἡμῶν τῇ παρακλήσει,
-
Α Ἀντιλαβοῦ τῶν
δούλων σου, θεογεννῆτορ κόρη.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν μεγαλόπρεπο
ναὸ καὶ τὰ ἀνάκτορα τὸ κτιριακὸ σύνολο στὶς Βλαχέρνες συμπλήρωναν τὸ
παρεκκλήσι τῆς ἁγίας Σοροῦ καὶ τὸ Λούσμα,
ὅπου μετέβαιναν
οἱ αὐτοκράτορες κάθε Παρασκευή.
Ὁ Ναός,
τὸ Παρεκκλήσι
καὶ τὸ Λούσμα ἐπικοινωνούσαν μὲ ἐσωτερικὲς πόρτες.
Ὁ σημερινὸς Ναὸς
καὶ τὸ Ἁγίασμα εἶναι πολὺ μεταγενέστερο κτίσμα,
ποὺ ὕστερα ἀπὸ
τὶς καταστροφὲς τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ
1955
ἐπισκευάσθηκε κὶ ἔλαβε τὴ σημερινή του μορφή.
Πρέπει νὰ σημειώσω ἐδῶ
πῶς ἡ μεγάλη πανήγυρις τῶν Βλαχερνῶν γινόταν στὴν ἑορτὴ τῆς
Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (15 Αὐγούστου), ἡ ὁποία θεσπίστηκε τὸ 588 ἀπὸ
τὸν αὐτοκράτορα Μαυρίκιο, καὶ κατὰ τὴν ὁποία συνηθιζόταν καὶ
«ἐγκώμια λέγειν τῆς δεσποίνης».
Ο
ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ
ΥΜΝΟΣ
Ἡ ὀνομασία
«Ἀκάθιστος»
τοῦ Ὕμνου,
ποὺ ὅμως
ἀναφέρθηκε παραπάνω ἀνηκεῖ στὸ ὑμνογραφικὸ εἶδος ποὺ λέγεται
κοντάκιο,
ὀφείλεται στὸ
ὅτι
«ὀρθοστάδην τότε
πᾶς ὁ λαὸς κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην τὸν ὕμνον τῇ τοῦ Λόγου Μητρὶ
ἔμελψαν καὶ ὅτι πᾶσι τοῖς ἄλλοις οἴκοις καθῆσθαι ἐξ ἔθους ἔχοντες,
ἐν τοῖς παροῦσι
τῆς θεομήτορος ὀρθοὶ πάντες ἀκροώμεθα».
Αὐτὰ γράφει τὸ
Συναξάριο,
καὶ ἐντοπίζει
«τὴν νύκτα
ἐκείνην»
τὸ καλοκαίρι τοῦ
626, ὅταν ὁ λαὸς
καὶ κλῆρός μὲ τὸν πατριάρχη Σέργιο περιέφεραν στὰ τείχη τὴν εἰκόνα
τῆς Παναγίας τῆς Βλαχερνίτισσας καὶ τὸ βράδι,
κατὰ τρόπο
θαυμαστό,
μία τρομερὴ
τρικυμία καταπόντισε ὅλα τὰ καράβια τῶν Ἀβαρῶν καὶ Περσῶν τοῦ Χοσρόη
ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν Κωνσταντινούπολη.
«Ὅ γε μὲν
θεοφιλὴς τῆς Κωνσταντίνου λαὸς τῇ θεομήτορι τὴν χάριν ἀφοσιούμενος,
ὁλονύκτιον τὸν
ὕμνον καὶ ἀκάθιστον αὐτὴ ἐμελώδησαν,
ὡς ὑπὲρ αὐτῶν
ἀγρυπνησάση καὶ ὑπερφυεῖ διαπραξαμένη τὸ κατὰ τῶν ἐχθρῶν τρόπαιον».
Πρέπει νὰ ἀναφερθῇ ἐδῶ
ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη γνώρισε καὶ πολλὲς ἄλλες δεῖνες περιστάσεις
καὶ πολιορκίες,
ἀπὸ τὶς ὁποῖες
λυτρώθηκε,
σχεδὸν πάντοτε,
θαυματουργικά.
Οἱ κυριότερες
ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἡ πολιορκία ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τοῦ Μωαβιὰ
(673), ὅταν
αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Κωνσταντῖνος Πωγωνάτος.
Δεινὴ περιστάσῃ
σημειώθηκε τὸ
715 ἀπὸ τοὺς
Ἄραβες καὶ Βουλγάρους,
τρομερὴ
πολιορκία καὶ θαυμαστὸς καταποντισμὸς τῶν πλοίων τῶν Ἀράβων ἔγινε τὸ
718, ὅταν
αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Λέων ὁ Γ´.
Κὶ ἀργότερα ἔχουμε
πολιορκίες τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Ῥώσους κ.ἄ.
ἀλλὰ τὰ γεγονότα
αὐτὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ περιστατικὸ τῆς ψαλμώδησης τοῦ Ἀκαθίστου
Ὕμνου.
Οἱ δύο
πολιορκίες ποὺ συγκεντρώνουν ὅλα τὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ψαλμώδηση τοῦ
Ἀκαθίστου Ὕμνου εἶναι τοῦ ἔτους
626 καὶ τοῦ
ἔτους
718. Καὶ στὶς
δύο περιπτώσεις ὁ ὕμνος ἔπρεπε νὰ προϋπῆρχε στὴ λειτουργικὴ πράξη,
καὶ νὰ ψάλθηκε
τότε
«ὀρθοστάδην»,
ἀπὸ μεγίστη
ἀφοσίωση πρὸς ἐγκωμιασμὸ τῆς Θεοτόκου.
Καὶ προκρίθηκε
αὐτὸς ὁ ὕμνος ἀπὸ κάποιον ἄλλον ἐνδεχομένως,
ἐπειδὴ θὰ ἦταν
κιόλας καθιερωμένος στὴν ἀγρυπνία τῆς
15ης Αὐγούστου
στὴ Βλαχέρνα,
κὶ ἐπειδὴ τὸ
περιεχόμενό του,
μὲ χαρακτῆρα
διηγηματικό,
δογματικό,
καὶ δοξολογικὸ
– ἐγκωμιαστικὸ
προσφερόταν γιὰ τὴ διάσωση καὶ τὴ λύτρωση τῆς Πόλης ἀπὸ τῇ δεινῇ
περιστάσῃ.
Σύγχρονο καὶ
ἐπίκαιρο γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς συγκεκριμένης πολιορκίας,
μιᾶς ἀπὸ τὶς δύο
ποὺ προαναφέρθησαν,
εἶναι ὁπωσδήποτε
τὸ προοίμιο
«Τῇ ὑπερμάχῳ
στρατηγῷ τὰ νικητήρια»,
ποὺ
ἀντικατέστησε τὸ καθαυτὸ προοίμιο τοῦ ὕμνου,
«Τὸ προσταχθὲν
μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει».
Μὲ
τὴ χρονολογία συνθέσεως τοῦ ὕμνου συνδέεται ἀναπόφευκτα τὸ ὄνομα τοῦ
ποιητοῦ τοῦ ὕμνου,
τοῦ μελῳδοῦ.
Ὁ ὕμνος φέρεται
σὲ ὅλη τὴ χειρόγραφη παράδοση ἀνώνυμος, κὶ ὁ Συναξαριστὴς ποὺ τὸν
συνδέει μὲ τὸ γεγονὸς τῆς διάσωσης ἀπὸ τὴν πολιορκία τοῦ 626 δὲν
κάνει λόγο οὔτε γιὰ τὸ χρόνο τῆς συνθέσεως οὔτε γιὰ τὸν ποιητή του.
Ἦταν φυσικό, ἡ παράδοση σιωπηρά, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ μεγάλοι μελετητὲς
νὰ ἀποδώσουν τὸν ἔξοχο αὐτὸ ὕμνο στὸν κατ᾽ ἐξοχὴν πρίγκηπα τῶν
βυζαντινῶν ὑμνογράφων, τὸν Ῥωμανὸ τὸ μελωδὸ (α´ μισὸ ς´ αἰ.).
Ὑπάρχει καὶ μία μεταγενέστερη μαρτυρία, τοῦ ις´ αἰ., ὡς σημείωση σὲ
κώδικα τοῦ ΙΓ´ αἰ. (τῆς μονῆς Βλατάδων 41, φ. 193α) ποὺ ἀναφέρει τὸ
ὄνομα τοῦ Ῥωμανοῦ ὡς ποιητοῦ τοῦ ὕμνου. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ δύο
ἐξίσου σοβαρές, ἀλλὰ σοβαρὲς ἐνδείξεις. Ἡ μία εἶναι ὅτι στὴ
λατινικὴ μετάφραση τοῦ ὕμνου, γύρῳ στὰ 800, ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο
Βενετίας Χριστόφορο, ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Γερμανοῦ Α´ Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως (715-730 κοιμήθηκε 740) ποὺ ἤταν σύγχρονος μὲ τὰ
γεγονότα τοῦ 718 “Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria,
Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha
Constantinopolitano”. Ἡ ἄλλη περίπτωση εἶναι, ὅτι σὲ μία παλαιᾶ
ἀχρονολόγητη εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου
Νικολάου τῆς ὀνομαστῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυμα,
εἰκονίζεται κὶ ἕνας μοναχὸς ποὺ κρατάει εἰλητάριο μὲ γραμμένο τὸ
«Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη». Στὸ κεφάλι τοῦ μοναχοῦ
ὑπάρχει ἡ ἔνδείξη «Ο ΑΓ. ΚΟΣΜΑΣ». Αὐτὸς ὁ ἅγιος Κοσμὰς δὲν εἶναι
ἄλλος ἀπὸ τὸν Κοσμὰ τὸ μελωδό, ποὺ κοιμήθηκε τὸ 752/4, κὶ εἶναι κὶ
αὐτὸς σύγχρονος μὲ τὴν θαυμαστὴ λύτρωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ
τὴν πολιορκία τοῦ 718.
Ἡ δομή, τὸ ὕφος καὶ τὸ
περιεχόμενο τοῦ Ὕμνου εἶναι μάλλον μεταρωμανικὰ στοιχεῖα, ὅπως
κατάδειξε ὁ καθηγητὴς Νικόλαος Τωμαδάκης. Ὁ ὕμνος ἀναφέρεται σὲ ὅλο
τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο εἶναι βασικὸς
παράγοντας ἡ Θεοτόκος. Ἔτσι, ὁ μαριολογικὸς καὶ ὁ χριστολογικὸς
χαρακτῆρας του εἶναι φανερός. Εὔκολα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι
ἀναφέρεται σὲ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῶν Χριστουγέννων
– οἱ γιορτὲς χωρίστηκαν στὰ χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ (527-565) – ἀλλὰ
εὔκολα ἐπίσης μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἐγκωμιαστικὸς καὶ δοξολογικὸς
χαρακτῆρας τοῦ ὕμνου εἶναι πρόσφορος γιὰ κάθε περίσταση ποὺ ἡ
θρησκεύουσα ψυχὴ θέλει νὰ ἀναφερθῇ στὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας της. Αὐτὸ
δείχνει τὸ ὅτι ὁ ὕμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στὴ γιορτὴ τῆς Κοιμήσεως
τῆς Θεοτόκου, καὶ ἀργότερα, ἴσως ἀπὸ τοὺς εἰκονόφιλους μοναχοὺς τοῦ
Στουδίου μεταφέρθηκε στὸ Σάββατο τῆς Ε´ ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν κὶ
ἔτσι πλησίασε τὴν γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Κὶ ἴσως σὲ αὐτὴ τὴ
μεταφορὰ μετατέθηκε καὶ τὸ ἱστορικὸ στὸν Συναξαριστὴ ἀπὸ τὸ 728, ποὺ
ὁ αὐτοκράτορας τότε ἦταν ὁ ἀργότερα εἰκονομάχος Λέων Γ´ Ἴσαυρος, στὰ
626, τὰ χρόνια τοῦ θεοφιλοῦς βασιλέως Ἡρακλείου ποὺ πολεμοῦσε τοὺς
Πέρσες νὰ ἐπανακτήσῃ τὸν τίμιο Σταυρό.
Τὸ περιεχόμενο καὶ ἡ
δομὴ τοῦ Ὕμνου, σὲ γενικὲς γραμμές, εἶναι τὸ ἀκόλουθο. Τὸ προοίμιο,
καὶ τὸ Τῇ ὑπερμάχῳ καὶ τὸ Τὸ προσταχθέν, ἔχουν ἐφύμνιο τὸ Χαῖρε
νύμφη ἀνύμφευτε, ποὺ ἔχουν καὶ ὅλοι οἱ περιττοὶ οἴκοι, δηλαδὴ Α, Γ,
Ε, κλπ., ἐνῶ οἱ ἄρτιοι οἴκοι, δηλαδὴ Β, Δ, Ζ, κλπ.
Κατὰ τὴν Τυπικὴ διάταξη
, ὁ ὕμνος ψάλλεται ὁλόκληρος μὲ ὄρθρο τὸ Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου, καὶ
τμηματικά, ἀνὰ 6 οἴκοι, μὲ Ἀπόδειπνο, κατὰ τὶς πρῶτες 4 Παρασκευὲς
τῶν Νηστειῶν. Πρέπει νὰ διευκρινισθῇ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ
ψαλμώδηση ἀλλὰ γιὰ ἀπαγγελία ἐκφωνητικὴ ἀπὸ Ἀρχιερέα ἢ ἱερέα, ποὺ
στὸ τέλος τοῦ κάθε οἴκου οἱ χοροὶ τῶν ψαλτῶν ψάλλουν τὸ ἐφύμνιο
«Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε» ἢ «Ἀλληλούια».
Εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ
μαρτυρία τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Ἁγίου Σάββα ποὺ ὁρίζει «Δεῖ εἰδέναι, ὅτι
εἰς τὴν λαύραν τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα οὐ παρελάβομεν εἰς τὴν
ἡμέραν τοῦ Ἀκαθίστου ψάλλειν τοὺς κδ´ οἴκους, ἀλλὰ δ´ τὸν πρῶτον,
τὸν δεύτερον, τὸν τρίτον καὶ τὸν ὕστερον, (δηλ) Ὦ πανύμνητε μῆτερ,
εἰς δὲ τὴν ἑορτὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ψάλλομεν ὅλους». Καὶ
συμπληρώνει «εἰ δὲ θέλει ὁ προεστῶς γίνεται ἀγρυπνία καὶ ψάλλονται
ὅλοι». Ἡ μαρτυρία αὐτὴ ἔχει σημασία γιὰ τὰ μουσικολογικὰ θέματα ποὺ
ἀφοροῦν κυρίως τὴν ἑρμηνεία τῆς σημειογραφείας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.
Ἡ πλήρης ψαλμώδηση δηλαδὴ τοῦ πολὺ μελισματικοῦ – ἐκτενοὺς – ὕφους,
ἀπαιτεῖ πολὺ χρόνο, καὶ γι᾽ αὐτὸ ψάλλονταν μόνο κατὰ ἐπιλογὴ 4
οἴκοι. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς μαρτυρεῖ πῶς ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἴσως ἐξ ἀρχῆς,
τὰ κοντάκια δὲν ψάλλονταν ἀλλὰ ἀπαγγέλονταν, παράδοση δηλαδὴ ποὺ
ἐνεργεῖται καὶ σήμερα.
[ΓΡ. Θ.
ΣΤΑΘΗΣ, Δρ. Θ. - ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΟΣ]
|