και η Παρασημαντική αυτού.

Το όνομα Πέτρου του Πελοποννήσιου, Λαμπαδαρίου  της Μ. Εκκλησίας, αποτελεί ιδίαν εποχή εν τη ιστορία της καθ' ημάς μουσικής.  Υπήρξε ούτος ο μέγας μουσικός του ΙΗ' αιώνος, η τέταρτη πηγή της μουσικής, ο δικαίως θαυμαζόμενος ως έξοχος μουσικοδιδάσκαλος και ως κλασικός συγγραφεύς, ου τα έργα και το απλούν και απέριττο και σεμνό και επιβάλλον εκκλησιαστικό μουσικό μέλος και ύφος εσαεί διαμενούσιν ως πολύτιμος οδηγός εις τους παρ' ημίν ιεροψάλτας και ως μνημείο κλασικό της ιερής μουσικής.  Μεγάλως ευηργέτησε την θείαν τέχνην εις χρήσιν ποιησάμενος, αντί των τέως δυσνοήτων μουσικών χαρακτήρων, νέου συστήματος γραφικού  προς παρασήμανσιν των μελών, μάλλον ευμεθόδου, δι' ου απλοποίησε  πλειότερον την Κουκουζέλιον και την του διδασκάλου αυτού Ιωάννου του Τραπεζουντίου παρασημαντικήν και ερμήνευσε τας των αρχαιοτέρων μελών θέσεις.   Ο Πέτρος εθαυμάζετο υπό των συγχρόνων αυτού και δια την έξοχον μουσικήν αυτού αντίληψιν και μίμησιν, δυνάμενος μάλιστα να διαφυλάξη πιστώς δια της γραφής οιονδήποτε μέλος έστω και άπαξ ψαλλόμενον υπ' άλλου.  Έντευθεν υπό των Οθωμανών εκαλείτο Χ ι ρ σ ί ζ  ΙΙ έ τ ρ ο ς  (κλέπτης) και Χ ό τ ζ α ς (διδάσκαλος), διότι ό,τι εκείνοι επί μακρόν μοχθούντες εμέλιζον, αυτός άπαξ ακούων ψαλλόμενον είχε την δεξιότητα αμέσως να κλέπτη αυτό δια της γραφής και καλλωπίζων να παραδίδει εις τον μελοποιόν ως νεοφανές δήθεν έργον αυτού.  Διηγούνται δε ότι οι εγκρατείς της αραβοπερσικής μουσικής εκ κοινής συμφωνίας ουδέν νέον έργον αυτών εμουσούργουν άνευ της αδείας του Πέτρου.  Θεωρείται ο ευεργετήσας και την αρμενικήν μουσικήν, άτε διδάξας εις τον Πρωτοψάλτην του εν Κοντοσκαλίω αρμενικού πατριαρχικού ναού Τερετζούν Χαμπαρτζούν τον τρόπον της γραφής των μουσικών μελών, χρήση ποιησάμενος των σημείων της μαρτυρικής ποιότητος των τριών γενών της ημετέρας αρχαίας μεθόδου δια την των φθόγγων της μουσικής κλίμακος Παραλλαγήν, ην φυλάττουσιν οι Αρμένιοι ως πολύτιμον κτήμα εις το πατριαρχείον αυτών και ενασχολούνται εις το να καταρτίσωσιν ιδίαν μουσικήν γραφήν.
Ο  Πέτρος εγεννήθη περί το 1730 εν Πελοποννήσω, εμαθήτευσε δε παιδιόθεν εν Σμύρνη παρά τίνι ιερομονάχω μουσικώ, είτα δε εν Κων/πολει παρά Ιωάννη τω Τραπεζουντίω, Πρωτοψάλτη της Μ. Εκκλησίας, μεθ' ου και συνέψαλλεν ως Β΄ δομέστικος.  Μετά τον θάνατον του Τραπεζουντίου, ο Πέτρος διωρίσθη Λαμπαδάριος της Μ. Εκκλησίας, Πρωτοψάλτου όντος του Δανιήλ, διατελέσας τοιούτος μέχρι τον 1777, ότε αφηρπάγη  υπό τον τότε λυμαινόμενου την βασιλεύουσαν λοιμού.  Ανέδειξε πλείστους μαθητάς εκ των ημετέρων, των οθωμανών και των ευρωπαίων, προς ους εδίδασκε την καθ' ημάς μουσικήν ή και την Αραβοπερσικήν.  Εδίδαξε την μουσικήν μετά Δανιήλ του Πρωτοψάλτου και του τότε δομέστικου Ιακώβου του Πελοποννησίου και εις την τω 1776 ιδρυθείσαν, πατριαρχούντος Σωφρονίου του από Ιεροσολύμων, πατριαρχικήν Μουσικήν Σχολήν, Β΄ μετά την άλωσιν αριθμουμένην.
Ο Πέτρος Λαμπαδάριος ων ηρμήνευσεν εις την μέθοδον αυτού πολλών αρχαίων μουσικοδιδασκάλων μαθήματα, ως τα μεγάλα κεκραγάρια Ιωάννου του Δαμασκηνού, τα μεγάλα Εωθινά Ιωάννου του Γλυκέως, τα μεγάλα Ανοιξαντάρια διαφόρων ποιητών, αργά τινά Πασαπνοάρια του Όρθρου, το «Άνωθεν οι Προφήται» και άλλα τινά μαθήματα του Οικηματαρίου και Μαθηματαρίου.  Εμελούργησε δε ο χαλκέντερος μουσικός άπασαν την σειράν των εγκυκλίων μουσικών μαθημάτων, ήτοι το Σύντομον και το Αργόν Στιχηράριον, το Ειρμολόγιον,  το Κρατηματάριον, το Οικηματάριον, την Παπαδικήν, το Μαθηματάριον  κατ' αvαγραμμισμούς, και άλλα αναρίθμητα.  Συνύφανε δηλαδή μελοποιήσας δύο Αναστασιματάρια, αργόν και σύντομον, Ειρμολόγιον Καταβασιών, και Δοξαστάριον ήτοι το νέον ή σύντομον Στιχηράριον.  Εμελούργησε τρεις σειράς Χερουβικά αργά και μίαν σύντομα, τρεις σειράς Κοινωνικά των Κυριακών και μίαν σειράν Κοινωνικά της εβδομάδος και άλλα Χερουβικά και Κοινωνικά εις τας Δεσποτικάς και Θεομητορικάς εορτάς κατά τους οκτώ ήχους, ευλογητάρια αργά, σύντομα και συντομότερα, πολυελέους, δοξολογίας συντόμους και αργοσύντομους εις διαφόρους ήχους, πασαπνοάρια αργά του Όρθρου, εις ων τρία εις ήχον Πλ. Β΄, Ειρμούς καλοφωνικούς, κρατήματα, και άλλα διάφορα μουσουργήματα, ψαλλόμενα εις τους μικρούς και μεγάλους Εσπερινούς, εις τας παννυχίδας, εις τον Όρθρον των διαφόρων εορτών, εις τας λειτουργίας του Χρυσοστόμου, Βασιλείου και των ΙΙροηγιασμένων, και εις άλλας τελετάς, οίον, εις κηδείας, χειροτονίας, εις το βάπτισμα, τον γάμον, το ευχέλαιον κτλ.  Εμέλισε δε και στίχους πολιτικούς κατά τα μακάμια των Οθωμανών και τους ρυθμούς αυτών.
Την έξοχη μουσική αξία και ευφυΐαν του Πέτρου ως και την μεγάλην υπόληψιν, ης απήλαυε παρά τοις συγχρόνοις αυτού μουσικοίς, ημετέροις τε και οθωμανοίς, μαρτυρούσι και τα έξης περί αυτού σωζόμενα ανέκδοτα ιστορικά:
Τω 1770 αφίκovτo εκ Περσίας εις Κων/πολιν τρεις Οθωμανοί χανεντέδες φέροντες μουσούργημα αυτών, όπερ προυτίθεντο να ψάλωσι το πρώτον ενώπιον του Σουλτάνου Χαμίτ του Α΄ την ημέραν του βαϊραμίου.  Επειδή δε τούτο έθιγε την φιλοτιμίαν των αυλικών μουσικών και των άλλων εμπείρων μουσικών της βασιλευούσης, εζήτησαν τας περί τούτου οδηγίας του Πέτρου, όστις κατέσχε το άσμα δια του επομένου τεχνάσματος:  Τους τρεις ξένους μουσικούς προσεκάλεσαν εις γεύμα οι δερβίσαι του εν Πέραν Τεκκέ (μοναστηρίου); διαιρεθέντες εις τρεις τάξεις κατά τους εαυτών βαθμούς.  Η μία τάξις, ει το γεύμα προσφέρουσα εις τους εκ Περσίας ξένους και συνευθυμούσα, παρεκάλεσεν αυτούς να τραγωδήσωσι κατ' αρχάς μεν εκ των συνήθων ασμάτων μετά των μουσικών οργάνων, είτα δε και το άσμα, όπερ έμελλον να ψάλωσιν ενώπιον του Σουλτάνου κατά την εορτήν του βαϊραμίου.  Η παράκλησις των δερβισών εισηκούσθη, ο δε Πέτρος εν καταλλήλω θέσει κεκρυμμένος ων υπέκλεπτε δια της μουσικής παρασημαντικής το άσμα. Αλληλοδιαδόχως ενεφανίσθησαν κατόπιν ενώπιον των ξένων μουσικών και οι αποτελούντες την δευτέραν και τρίτην τάξιν των Δερβισών, προς ευχαρίστησιν των οποίων επανελήφθη το άσμα.  Ο Πέτρος, αφού έγραψεν επί του χάρτου το τρις ψαλέν άσμα, εφάνη ερχόμενος εκ του προαυλίου του Τεκκέ προς την αίθουσαν, του συμποσίου.  Οι δε Δερβίσαι έσπευσαν προς υποδοχήν αυτού λέγοντες τουρκιστί «ο διδάσκαλος έρχεται».  Μετά τας ειθισμένας συστάσεις, εψάλη και πάλιν το άσμα υπό των ξένων μουσικών προς ευχαρίστησιν και του Ρωμαίου διδασκάλου των Δερβισών.  Αλλά ο ΙΙέτρος τότε σοβαρώς παρετήρησεν ότι το ψαλέν άσμα είναι έργον του, όπερ αναμφιβόλως μαθητής τις αυτού εκ των διεσπαρμένων εις Αραβίαν και Περσίαν εδίδαξεν εις τους παρισταμένους μελωδούς, ουχί όμως πιστώς και ακριβώς.  Επί τούτω oι τρεις ξένοι ισχυρίζονται ότι το άσμα είναι έργον αυτών, μελισθέν κατόπιν μεγάλων κόπων.  Ο δε Πέτρος ψάλλει αυτό ως ίδιον έργον προς πανδουρίδα εκ χειρογράφου, το οποίον εξάγει εκ του θυλακίου αυτού.  Τότε σοβαρά επεγένετο λογομαχία, καθ' ην εις των τριών ξένων μελωδών κατέθραυσεν εν οργή τη πανδουρίδα του Πέτρου.  Έτερος δε εξ αυτών γινώσκων ότι οι Έλληνες μουσικοί  έχουσι γραπτήν μουσικήν, και εννοήσας τον δόλον, όρμησε να φονεύση δια του εγχειριδίου αυτού τον Πέτρον.  Εκ του τολμήματος τούτου επωφεληθέντες οι Δερβίσαι έδησαν τας χείρας και τους πόδας των τριών ξένων μελωδών και τους εφυλάκισαν εις τι μέρος του Τεκκέ.  Μετά τινας ημέρας εξωρίσθησαν ούτοι ως αγύρται, και, ούτω διεσώθη, η υπόληψις και η αξιοπρέπεια των Οθωμανών του παλατίου μουσικών, χάρις εις την απαράμιλλον μουσικήν αντίληψιν και μίμησιν του μουσικολογιωτάτου Πέτρου του Πελοπονννησίου, ου το όνομα «Χιρσίζ Πέτρος» εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης εγράφη εις το ιερόν δελτίον της παρουσίας των ενδόξων οθωμανών σεΐχιδων και επί του παρά την ενδοτέραν πύλην του Τεκκέ κειμένου δευτέρου μαυσωλείου.  Προσθετέον δε ότι η φήμη τoυ Πέτρου έφθασεν εις τας ακοάς του Σουλτάνου, όστις διέταξεν όπως ελευθέρως εισέρχηται ο πεφημισμένος ούτος μουσικός εις τα Ανάκτορα.  Αλλά το εξής γεγονός έδωκεν αφορμήν όπως ο Πέτρος απολέση την κτηθείσαν δαψιλή εύνοιαν του Σουλτάνου.
Ημέραν τινά ο Σουλτάνος αναχωρήσας εκ των ανακτόρων του Βυζαντίου, μετέβη εις το κατά το Παλούκ παζάρ τέμενος Γενή τζαμί, δειπνήσας δε διενυκτέρευσεν εις το περίπτερον του τεμένους. Την αυτήν εσπέραν κατά σύμπτωσιν  μετέβη και ο Πέτρος προς επίσκεψιν του μουεζίνη (ιεροψάλτου) του ρηθέντος τεμένους, παρ' ω και συνεδείπνησε.  Κατά το δείπνον ο Πέτρος έψαλε και εις άλλον ήχον το εις δύο μόνον ήχους τότε ψαλόμενον «σελάκ».  Ο δε μουεζίνης όπως ωφεληθή εκ της τέχνης του Πέτρου, θεις κατά χώραν πάντα θρησκευτικόν λόγον, υπεχρέωσεν τον μουσικοδιδάσκαλον να ψάλη το «σελάκ» από του μιναρέ προς το λυκαυγές, τουθ' όπερ και εγένετο.  Αλλά ο Σουλτάνος ακούσας το ψαλέν, ηθέλησε την πρωίαν vα μάθη τον εις νεώτερον μέλος ποιήσαντα το «σελάκ».   Πληροφορηθείς δε τα γεγονότα κατά αλήθειαν, εχολώθη λίαν και διέταξε δύο εισαγγελείς όπως μεταβώσιν εις τα πατριαρχεία και αναγγέλωσι τω Πατριάρχη την τόλμην Πέτρου του Λαμπαδαρίου της Μ. Εκκλησίας, συλλάβωσι δε και απαγάγωση τον τολμητίαν εις το Σεϊχουλισλαμάτον ίνα γείνη η ανάκρισις αυτού θρησκευτικώς.   Εν τη ανακρίσει ο Πέτρος τον φρενοβλαβή προσποιούμενος έβλεπεν άνω και κάτω,   δεξιά και αριστερά, ηδολέσχει, προσέβαλε τους παρισταμένους και έπαιζε κάρυα εν τη επιπέδω αιθούση του κριτηρίου.  Oι δικασταί, πιστεύσαντες ότι παρεφρόνησεν ο ημέτερος μουσικοδιδάσκαλος, ενέκριναν να οδηγηθή εις το εν Εγρήκαπου τότε ευρισκόμενον εθνικόν φρενοκομείον, ένθα τα πάντα εχορηγούντο αυτώ, κελεύσει σουλτανική, πλην χάρτου και μελάνης.  Και την έλλειψιν δε ταύτην εθεράπευσεν ο ευφυής Πέτρος, διότι παρά μεν των επισκεπτομένων αυτόν μαθητών της παρακείμενης σχολής Εγρήκαπου ελάμβανε χάρτην, εκ δε των προσενεχθέντων αυτώ βυσσίνων εσχημάτισε μελάνην και δια του μίσχου αυτών έγραψε το εις ήχον Πλ. Β΄ αργόν πασαπνοάριον του Όρθρου, το και Βυσσινόγραφον καλούμενον.  Εξελθών δε του φρενοκομείου ως ιαθείς δήθεν μετά τεσσαρακονθήμερον εν αυτώ διαμονήν, εξηκολούθησε τα καθήκοντα αυτού εν τη Μεγάλη Εκκλησία και εν τω παλατίω.
Κατά την κηδείαν του Πέτρου, γενομένην εν τω πατριαρχικώ ναώ, ιστορείται ότι έλαβε χώρα το εξής ανέκδοτον:  Προσήλθον εις αυτήν εκ πάντων των Τεκκέδων της βασιλευούσης οι Δερβίσαι, ζητήσαντες την άδειαν παρά του Πατριάρχου Σωφρονίου Β΄ όπως και αυτοί εις ένδειξιν σεβασμού προς τον κηδευόμενον διδάσκαλον ψάλλωσι επί του νεκρού την πένθιμον αυτών ωδήν μετά του πλαγιαύλου.  Ο δε πατριάρχης απήντησε:  «Συναισθάνομαι και εγώ την υμετέραν μεγίστην λύπην, την οποίαν προξένησε εις όλους μας ο θάνατος του μακαριστού διδασκάλου.  Δεν σας λέγω μεν το όχι, αλλά ίνα μη δυσαρεστηθή η Κυβέρνησις, παρακαλώ πάντας υμάς όπως ακολουθήσετε άχρι του τάφου, και εκεί πράξατε το προς αυτόν καθήκον υμών».  Εις τους λόγους του Πατριάρχου υπακούσαντες οι Δερβίσαι, ηκολούθησαν μετά δακρύων τον νεκρόν μέχρι το ψαλέν τρισάγιον και την κατάθεσιν του νεκρού εν τάφω έμελψαν αυλωδώς παθητικώτατα.  Εις δε εξ’ αυτών καταβάς εις τον τάφον και φέρων ανά χείρας ως λαμπάδα καιομένην τον πλαγίαυλον αυτού, είπε τουρκιστί τάδε: «Ω μακαρίτα διδάσκαλε, λάβε και αφ’ ημών των ορφανών μαθητών σου το τελευταίον τούτο δώρον, ίνα συμψάλης άσματα δι’αυτού εις τον Παράδεισον μετά των αγγέλων».  Τον δε πλαγίαυλον θεις εις τας αγκάλας του νεκρού, εξήλθε του τάφου ένδακρυς.  Είτα οι Χριστιανοί, κατά το νενομισμένα, έθαψαν τον Πέτρον.  
            Ο επιφανέστατος αυτός μουσικοδιδάσκαλος απήλαυε της εύνοιας των πατριάρχων Σαμουήλ του Χαντζερή (1763-1768 και 1773-1774) και Σωφρονίου Β΄ (1774-1780), και των Σουλτάνων Χαμίτ του Α΄ και Σελίμ του Γ΄, ελατρεύετο δε  υπό των απειράριθμων  αυτού μαθητών.
Επειδή δε και η παρασημαντική του Πέτρου εθεωρείτο πως δυσνόητος υπό των συγχρόνων αυτού ψαλμωδών, ανεζητήτο δε απλούστερον σύστημα παρασημαντικής, ενεφανίσθη τότε επί της Α΄ πατριαρχείας Γρηγορίου του Ε΄ του από Σμύρνης (1797) ο εκ Xίου ορμώμενος, σπουδάσας δε την ευρωπαϊκήν μουσικήν εν Ευρώπη, και κάτοχος εν μέρει και της ημετέρας εκκλησιαστικής, Αγάπιος ο Παλλιέρμος, ενώπιον του Πατριάρχου και της Ιεράς Συνόδου και επεχείρησεν ίνα πείση την Μ. Εκκλησίαν όπως δεχθή το ίδιον αυτού Παλλιέρμειον μουσικόν σύστημα και επί τη βάσει τούτου ενεργήση την μεταγραφήν πάντων των εκκλησιαστικών μελών, ή, να πείση τους μουσικούς να φροντίσωσι περί της διορθώσεως τoυ υπάρχοντος δυσνοήτου συστήματος, ή να εφεύρωσι άλλο νεώτερον και βασιμώτερον.  Και αληθές μεν ότι μεθ’ όλας τας δικαίας αντιστάσεις του τότε Πρωτοψάλτου της Μ. Εκκλησίας Ιακώβου του Πελοποννησίου, ο Αγάπιος ανέλαβε να διδάξη εν τοίς πατριαρχείοις την Μουσικήν δια της ευρωπαϊκής παρασημαντικής.   Αποτυχών όμως εν τη διδασκαλία, μετέβαλεν είτα σύστημα, χρήσιν ποιησάμενος εις γραφήν των μελών αλφαβητικού τίνος συστήματος.  Επειδή δε ο Αγάπιος παρετήρησεν ότι η διδασκαλία αυτού ως ξενίζουσα κατά τε την προφοράν και το ύφος ιδία απέβη άγονος, ηναγκάσθη ίνα μεταβή εις Βουκουρέστιον, ένθα και αποθνήσκει τω 1815.  Οφείλομεν δε ενταύθα vα ομολωγήσωμεν ότι αι πυρετώδης ενέργειαι του Αγαπίου προς απλοποίησιν της παρασημαντικής Πέτρου του Πελοποννησίου συνετέλεσαν τα μάλιστα όπως εργασθή επί τούτω αποτελεσματικώς ο μουσικολογιώτατος Γεώργιος ο Κρής.  
[Εκδόσεις Κουλτούρα 1982]

 

Επιστροφή στην Αρχική Σελίδα

ΑΡΧΙΚΗ ] ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

Επιστροφή στα Περιεχόμενα