Μεγάλοι ὙμνωδοίἩ Μουσικὴ πάντοτε καὶ πανταχοῦ θεωρήθηκε ὡς ἡ ζωηρότερη ἔκφρασις τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος καὶ ἑπομένως ὡς ἡ μᾶλλον εὐάρεστος καὶ εὐπρόσδεκτος τῷ Θεῷ προσφορά. Χρήσις αὐτῆς γίνονταν στὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ἑορτὲς καὶ πανηγύρεις, καθὼς καὶ στὶς Ἰουδαϊκὲς τελετὲς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Και οἱ Ἐκκλησίες τοῦ Xριστοῦ ἀπὸ τὴν σύστασή τους καθιέρωσαν πρὸς αἶνον καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, πλὴν τῶν εὐχῶν καὶ δεήσεων καὶ τὴν Μουσική, ἡ ὁποία μὲ τὴν χάρη τοῦ μέλους συγκινεῖ μᾶλλον τὴν καρδιὰ καὶ συντελεῖ πρὸς διέγερση καὶ διατήρηση τῆς ἀπαιτούμενης εὐλάβειας καὶ προσοχῆς κατὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς θείας λατρείας. Τὸ παράδειγμα δόθηκε ἀπὸ τὸν θεμελιωτὴ τῆς πίστεώς μας κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὁ ὁποῖος ἐπισφραγίσθηκε μὲ ἱερὰ ὑμνωδία. Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θέλοντας νὰ παραστήσει ὅτι ἡ βάση γιὰ τὴν ὑμνωδία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑπῆρξε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, λέγει «Ὁ Σωτὴρ ὕμνησεν ὅπως καὶ ἡμεῖς ὑμνῶμεν ὁμοίως». Oι Ἀπόστολοι, στηριζόμενοι στὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας, κατέχουν στὴν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς ψαλμωδίας τὴν πρώτη θέση, ἀναδειχθέντες μουσουργοὶ καὶ ὑμνολόγοι, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς «Καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν». Στὶς Ἀποστολικὲς Πράξεις βλέπουμε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι συναθροίζονταν γιὰ ψαλμωδία καὶ προσευχὴ τὴν τρίτη, ἕκτη καὶ ἐνάτη ὥρα, καὶ ἐν ὥρᾳ νυκτός, ὅπως oἲ Ἀπόστολοι, Παῦλος καὶ Σίλας, οἱ ὁποῖοι ὑμνούσαν τὸν Θεὸ προσευχόμενοι κατὰ τὸ μεσονύκτιο. Oι Ἀπόστολοι μὲ ὕμνους καὶ προσευχὲς τελοῦσαν τὸν ἐνταφιασμὸ τῶν νεκρῶν. Ἐπιτάφιοι ὕμνοι ἐψάλησαν καὶ στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, καθὼς καὶ κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ πρωτομάρτυρα καὶ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου. Η Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀνέδειξε ὄχι ὀλίγους μελωδοὺς καὶ ὑμνογράφους, οἱ ὁποῖοι ἐποίησαν ἔμμετρα ἄσματα καὶ ὠδὲς λίαν ἐκφραστικὲς τοῦ εὐαγγελικοῦ πνεύματος. Τὸ μελοποιεὶν κατὰ τοὺς πρώτους αἰώνας ἦταν ἀντικείμενο τοῦ ἀνωτάτου κλήρου, γι´ αὐτὸ καὶ ὡς μελοποιοὶ ἀναφέρονται oἱ ἀνώτατοι τῆς Ἐκκλησίας ἱεράρχες. Πλὴν τοῦ λόγου, πρὸς συστηματικὴ διοργάνωση τῆς μουσικῆς oἱ θεῖοι Πατέρες τῶν διαφόρων χριστιανικῶν κοινοτήτων μετὰ ζήλου ἐργάσθηκαν λόγῳ τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς μουσικῆς ἤθελαν νὰ μεταδώσουν τὰ κακόδοξα αὐτῶν φρονήματα. Ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐργάσθηκαν οἱ· Ἐφραὶμ ὁ Σύρος στὴν Συρία, Ἀθανάσιος ὁ Μέγας στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὁ Ἀμβρόσιος στὴν Ἐκκλησία Μεδιολάνων, ὁ Μέγας Βασίλειος στὴν Μικρὰ Ἀσία, καὶ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως. Στὶς Ἐκκλησίες μέχρι τὸν Δ΄ μ.Χ. αἰῶνα ἔψαλλαν ἅπας ὁ λαός. Ἀλλὰ ἐπειδὴ oἲ ὕμνοι μὲ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ αὐξάνονταν, καὶ ἐπειδὴ συνέβαιναν, συνήθως χασμῳδίες, ἐκρίθη νὰ ὑποκατασταθεῖ ὁ λαὸς μὲ τοὺς ψάλτες μὲ τοὺς δύο χορούς. [Γεώργιος Παπαδόπουλος - Ἐκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη] |
|